όπλο

όπλο
Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για να σχίζουν άλλες πέτρες και για να χτυπούν ζώα και ανθρώπους. Φαίνεται ότι το ρόπαλο είναι το αρχαιότερο ό. που κατασκευάστηκε ειδικά για κυνήγι ή για προσωπική σύγκρουση· αυτό αποτελούνταν από μία αιχμηρή ράβδο και όταν ο πρωτόγονος χρειάστηκε να το εκτοξεύσει εναντίον των αντιπάλων του, τοποθέτησε μια αιχμή από κόκαλο ή από πυρίτη. Από την πάλη σώμα προς σώμα περάσαμε στον αγώνα από απόσταση, στον οποίο χρησιμοποιήθηκαν εκηβόλα ό., όπως τα ακόντια, τα πολύαιχμα και τα μπούμερανγκ. Τυπικά εκηβόλα ό. είναι τα τόξα και τα πυροβόλα· τα δεύτερα έγιναν δυνατά μόνο με την εφεύρεση της πυρίτιδας κατά τον 14o αι.· η προσβολή στόχων από μεγάλες αποστάσεις έφτασε στον 20ό αι. σε μια πολύ υψηλή ταχύτητα βολής, τόσο ώστε τα σύγχρονα ό. μικρού διαμετρήματος μπορούν να ρίξουν εκατοντάδες βολές στο λεπτό και σε τεράστια βεληνεκή, στα οποία οι πύραυλοι υπερέβησαν κατά πολύ τα πυροβόλα. Τα πυροβόλα κατάργησαν σχεδόν εντελώς,τα ατομικά αμυντικά ό. (ασπίδα, θώρακα κλπ.), από τα οποία έχει επιζήσει μόνο το κράνος, στα σχήματα, που υιοθετήθηκαν στο τέλος του A’ Παγκόσμιου πόλεμου. Οι πολυάριθμοι τύποι επιθετικών o., μαζί με αυτούς που χρησιμοποιήθηκαν και στις πιο απομακρυσμένες εποχές, περιλαμβάνουν τις ακόλουθες κατηγορίες: α) ό. διά πλήξεως: έχουν μία λαβή, λιγότερο ή περισσότερο μακριά, και είναι κατάλληλα να τραυματίσουν, να συνθλίψουν ή να μωλωπίσουν με ένα χτύπημα. Τα ραβδιά με κόμπους και τα ρόπαλα είναι τα στοιχειώδη ό. αυτής της κατηγορίας και χρησιμοποιήθηκαν στο απώτατο παρελθόν της ανθρωπότητας· ακολουθούν ύστερα το ρόπαλο και το πελέκι, τα οποία κατασκευάστηκαν στη λίθινη εποχή από πυρίτη και αργότερα από μέταλλο, β) Ό. απλά εκηβόλα: εκτοξεύουν σε κάποια απόσταση αντικείμενα κατάλληλα να πλήττουν. Το χέρι υπήρξε το φυσικό εκηβόλο ό. που χρησιμοποίησε αρχικά ο άνθρωπος· ακολούθησε μετά η σφεντόνα, το τόξο και πολύ αργότερα η βαλλιστρίδα. γ) Ό. αγχέμαχα: είναι εκείνα που έχουν αιχμή ή κόψη και χρησιμοποιούνται για τον αγώνα εκ του συστάδην. Τα αρχαιότερα ανήκουν στη λίθινη εποχή (εγχειρίδια από πυρίτιο) και στην εποχή του ορείχαλκου· ακολουθούν τα αγχέμαχα της εποχής του σίδηρου, τα οποία, με τεχνικές τελειοποιήσεις και μεταβολές σχήματος, διατηρήθηκαν έως τη σύγχρονη εποχή με τη μορφή του ξίφους, του σπαθιού, των εγχειριδίων και με όλες τις αναρίθμητες παραλλαγές και τις ονομασίες τους. δ) Δόρατα: όλα τα ό. με μία μακρά χειρολαβή, η οποία κάνει δυνατό το χτύπημα του εχθρού σε μικρή ή σε μεγάλη απόσταση (ακόντια και δόρατα). ε) Πυροβόλα ό.: εκείνα που γεμίζονται με εκρηκτική ύλη και βλήμα, ανεξάρτητα από το είδος και τις διαστάσεις του. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν συνεπώς τόσο το περίστροφο και το τουφέκι όσο και το πολυβόλο, το πυροβόλο κλπ. Σήμερα, σχεδόν όλα τα φορητά ό. και τα πυροβόλα μικρού διαμετρήματος είναι αυτόματα, με την έννοια ότι ύστερα από κάθε βολή, το ό. αδειάζει και γεμίζει χωρίς να χρειαστεί η επέμβαση αυτού που το χειρίζεται: τέτοια ό. είναι το πιστόλι και τα αυτόματα τουφέκια, τα πολυβόλα και τα αντιεροπορικά πυροβόλα. στ) Υποβρύχια ό.: χρησιμοποιούνται ειδικά στον ναυτικό πόλεμο και βασίζονται στο αποτέλεσμα μιας υποβρύχιας έκρηξης σε επαφή ή κοντά με την τρόπιδα ενός πλοίου· μπορεί να είναι κινητά, όπως οι τορπίλλες, ή σταθερά, όπως οι νάρκες. ζ) Βαλλιστικά ό.: αποτελούνται συνήθως από ένα βαλλιστικό βλήμα, συνήθως τηλεκατευθυνόμενο, το οποίο φέρει μία εκρηκτική γόμωση, κοινή ή πυρηνική, και έχει την ικανότητα να εκραγεί και να πλήξει στόχους σε αποστάσεις ακόμα και χιλιάδων χιλιομέτρων. Ο όρος ό. έχει επίσης και μία έννοια τεχνικο-οργανική, όπως, για παράδειγμα, το ό. του πεζικού, ό. του πυροβολικού κλπ., και με τη συνοπτική αυτή έκφραση ονομάζουμε το σύνολο του πεζικού, του πυροβολικού κλπ. και των άλλων κατηγοριών που σχηματίζουν τις ειδικευμένες δυνάμεις ενός στρατεύματος. Με τις έννοιες ναυτικό ή αεροπορικό ό. νοείται όλο το πολεμικό ναυτικό και όλη η στρατιωτική αεροπορία. Το περίστροφο είναι ατομικό επαναληπτικό όπλο από τα πιο διαδομένα. Η επαναληπτική βολή πετυχαίνεται με την περιστροφή της φυσιγγοθήκης. Αυτόματο όπλο ελεύθερου σκοπευτή (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (ΑΜ ὅπλον)
1. όργανο ή μέσο κατάλληλο για κατίσχυση ή άμυνα ή επίθεση ή για κυνήγι ζώων (α. «φλάμπουρα, όπλα τιμημένα ας γυρθούν κατά τη γη», Σολωμ.
β. «ξίφος δ' οὐ φοροῡσιν, οὐδὲ κράνος, οὐδ' ὅπλον οὐδὲν ἕτερον», Διόδ.)
2. μτφ. μέσο, εφόδιο, όργανο, εργαλείο για την επίτευξη ενός σκοπού («ὅπλον μέγιστον... ἀρετὴ βροτοῑς», Μέν.)
3. φρ. «καταθέτω τα όπλα» ή «κατατίθημι τα όπλα»
i) σταματώ τις πολεμικές επιχειρήσεις, συνθηκολογώ ή παραδίδομαι
ii) μτφ. παραιτούμαι από μια προσπάθεια που είχα αρχίσει
νεοελλ.
1. (νομ.) κάθε μηχάνημα που εκτοξεύει βλήμα με ωστική δύναμη, όπως και αν παράγεται αυτή, αέρια, χημικές ουσίες, ακτίνες ή φλόγες και είναι ικανό να επιφέρει από μικρή ή μεγάλη απόσταση κάκωση ή βλάβη σε πρόσωπα ή ζημία σε πράγματα
2. στρ. το είδος ή η κατηγορία τών μάχιμων τμημάτων μιας χώρας που είναι ομοιόμορφα εξοπλισμένα, οργανωμένα και διοικούμενα και έχουν τον ίδιο προορισμό (α. «το όπλο τού πεζικού» β. «το όπλο τού πυροβολικού» γ. «το όπλο τού μηχανικού»)
3. στον πληθ. «τα όπλα» — η στρατιωτική ζωή στο σύνολό της
4. φρ. α) «αεροβόλο όπλο» — όπλο που εκτοξεύει βλήμα, σε μικρή σχετικά απόσταση, με τη χρήση πεπιεσμένου αέρα
β) «ατομικά όπλα» — όπλα τών οποίων η μεγάλη καταστρεπτική ισχύς οφείλεται στην ενέργεια που εκλύεται από την αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης τών βαρέων πυρήνων τών ατόμων πλουτωνίου («η πρώτη ατομική βόμβα χρησιμοποιήθηκε στη Χιροσίμα»)
γ) «κυνηγετικό όπλο» — όπλο που χρησιμοποιείται για κυνήγι, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς το πολεμικό όπλο
δ) «όπλο σκοποβολής» — ειδικό όπλο, συνήθως πυροβόλο, που χρησιμοποιείται στους αγώνες σκοποβολής
ε) «πολεμικό όπλο» ή «στρατιωτικό όπλο» — όπλο που χρησιμοποιείται από τον στρατό και από τα σώματα ασφαλείας
στ) «πυρηνικά όπλα» ή «θερμοπυρηνικά όπλα» — όπλα τών οποίων η τεράστια καταστρεπτική ισχύς οφείλεται στην ενέργεια που εκλύεται κατά τις αλυσιδωτές αντιδράσεις σχάσης τών βαρέων πυρήνων πλουτωνίου και σύντηξης ελαφρών πυρήνων υδρογόνου σε πυρήνες ηλίου
ζ) «πυροβόλο όπλο» — όπλο που βάλλει βλήματα με γόμωση πυρίτιδας
η) «στρατηγικά όπλα» — πυρηνικά, κυρίως, αλλά και μεγάλης καταστρεπτικής ισχύος συμβατικά, όπλα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη στρατηγικών σκοπών
θ) «συμβατικά όπλα» — τα τακτικά ή στρατηγικά όπλα που δεν φέρουν πυρηνική γόμωση
ι) «τακτικά όπλα» — όπλα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη τακτικών σκοπών, δηλαδή ως όπλα πεδίου μάχης, και στα οποία περιλαμβάνονται συμβατικά, κυρίως, αλλά και ορισμένα πυρηνικά όπλα
ια) «φορητό όπλο» — όπλο που μπορεί να φέρεται από έναν στρατιώτη
ιβ) «καλούμαι υπό τα όπλα» — καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης, επιστρατεύομαι
ιγ) «παίρνω τα όπλα»
(σχετικά με ομάδες ανθρώπων, λαούς ή κράτη) αρχίζω ένοπλο αγώνα, κηρύσσω πόλεμο ή επαναστατώ
ιδ) «ρίχνω τα όπλα» — εγκαταλείπω το πεδίο τής μάχης και τον οπλισμό μου και τρέπομαι σε άτακτη φυγή
ιε) «καταφεύγω στα όπλα» — χρησιμοποιώ ένοπλη βία, κάνω χρήση τών όπλων
ιστ) «όπλα, παλάσκες αναλάβετε
όπλα, παλάσκες αποθέσατε!» — στρατιωτικά παραγγέλματα για την ανάληψη ή την απόθεση τής εξάρτυσης από τους στρατιώτες
ιζ) «στα όπλα!» — στρατιωτικό παράγγελμα για έναρξη συναγερμού στρατιωτικού τμήματος
ιη) «σκοπός τών όπλων» — ο στρατιώτης που καλεί τη φρουρά στα όπλα σε περίπτωση συναγερμού
ιθ) «εφ' όπλου λόγχην!» — στρατιωτικό παράγγελμα που δίνεται για να τοποθετήσουν οι οπλίτες τη λόγχη στο όπλο τους
αρχ.
1. όργανο, σκεύος ή αντικείμενο που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για την αντιμετώπιση τών αναγκών τής ζωής
2. η μεγάλη ασπίδα που αποτελούσε το κατ' εξοχήν αμυντικό μέσο τών βαριά οπλισμένων στρατιωτών, οι οποίοι για τον λόγο αυτό ονομάζονταν οπλίται
3. μτφ. το ανδρικό μόριο
4. γυμναστική άσκηση που εκτελούσαν στο τέλος τών αγώνων
5. πλεκτό σχοινί κάθε είδους
6. στον πληθ. α) τα εργαλεία τού σιδηρουργού («ὅπλα χαλκήϊα», Ομ. Οδ.)
β) καθετί που ανήκε στον εξοπλισμό τού πλοίου, ιδίως τα ξάρτια, τα σχοινιά και οι κάλοι
γ) ο βαρύς οπλισμός τού οπλίτη και ιδίως η ασπίδα και ο θώρακας
δ) οι οπλίτες, δηλ. οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες
ε) στρατόπεδο
7. φρ. α) «ὅπλον ἀρούρης» — το δρέπανο
β) «ὅπλον γεροντικόν» — η βακτηρία, το μπαστούνι τών ηλικιωμένων ανθρώπων
γ) «δείπνων ὅπλον ἑτοιμότατον» — δοχείο για το κρασί
δ) «ὅπλων ἐπιστάτης» — ο οπλίτης
ε) «εἰς τὰ ὅπλα παραγγέλλειν» — το να δίνει κανείς παράγγελμα συναγερμού
στ) «ποιεῑν ἐξέτασιν ἐν ὅπλοις» — το να υποβάλλει κανείς κάποιον σε δοκιμασία σχετικά με την πολεμική τέχνη
ζ) «ὅπλα τίθεσθαι»
i) το να τοποθετεί κανείς την ασπίδα μπροστά στα πόδια του μετά από οδοιπορία ή κατά την ανάπαυση
ii) το να παρατάσσεται κανείς για μάχη
η) «τὰ ὅπλα εὖ τίθεσθαι» — το να διατηρεί κανείς τον οπλισμό του σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὅπλον εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *sep- «ασχολούμαι, τιμώ» τού ρ. ἕπω (Ι)* «ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι», με επίθημα -λ-ο-, που απαντά και σε άλλες ονομασίες εργαλείων (πρβλ. μοχ-λ-ός, σμί-λ-η). Η ρίζα τής λ. ὅπλον έχει πολύ γενική σημ., όπως φαίνεται και από τα παρ. τής λ. (πρβλ. ὁπλέω «ετοιμάζω», οπλίζω «εφοδιάζω με όπλα, παρασκευάζω έδεσμα»), η οποία, όμως, εξειδικεύθηκε στις σημ. «εξαρτήματα πλοίου» και «οπλισμός στρατιωτών».
ΠΑΡ. οπλίζω, οπλίτης
αρχ.
οπλάριον, οπλέω, οπλικός, οπλότερος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οπλοδιδάσκαλος, οπλοθήκη, οπλομάχος, οπλοποιός, οπλουργός, οπλοφόρος, οπλοφύλαξ(-ακας)
αρχ.
οπλοδεξιά, οπλοδιδακτής, οπλοδότης, οπλόδουπος, οπλοκαθαρμός, οπλοκαθαρσία, οπλοκαθάρσιον, οπλολογώ, οπλομανής, οπλομάχης, οπλοπαικτής, οπλοπάροχος, οπλορχηοτής, οπλοσκοπώ, οπλοτομώ, οπλοφανία, οπλοχαρής, οπλωνώ
μσν.
οπλενδυτώ, οπλομελέτη, οπλοτέχναι, οπλοτοξότης, οπλοφάγος, οπλοχελώνη
νεοελλ.
οπλαρχηγός, οπλασκία, ο
πλοβαστός, οπλοβομβίδα, οπλοβομβιστής, οπλογνώμονας, οπλοδόκη, οπλοθέτης, οπλονημερτείς, οπλοπολυβόλο, οπλοπώλης, οπλοστάσιο, οπλοτεχνουργός
(Β' συνθετικό) άοπλος, ένοπλος, πάνοπλος
αρχ.
άνοπλος, έξοπλος, εύοπλος, ημίοπλος, κεραύνοπλος, μακραυχένοπλος, ρίψοπλος, σύνοπλος, υπέροπλος, φέροπλος, φίλοπλος, χαλκέοπλος, χρύσοπλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όπλο — το 1. καθετί που χρησιμεύει για μέσο επίθεσης, άμυνας στη μάχη, σε συμπλοκή, σε κυνήγι. 2. σώμα στρατού με ορισμένη αποστολή κατά τον πόλεμο: Τα τρία όπλα είναι Στρατός, Ναυτικό και Αεροπορία. 3. φρ., «Σήκωσαν (ή πήραν) τα όπλα», επαναστάτησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • αιγανέα — Όπλο των ομηρικών χρόνων που έμοιαζε με ακόντιο, αλλά είχε μεγαλύτερη αιχμή και το χρησιμοποιούσαν για εξάσκηση ή για το κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”